λοχαγία

λοχαγία
λοχ-ᾱγία, , [dialect] Dor. for λοχηγία (also used in [dialect] Att.,
A v. λοχαγός) rank or office of λοχαγός, X.An.1.4.15, 3.1.30, Arist.Pol.1322b4 (pl.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • λοχαγία — λοχαγία, ἡ (Α) [λοχαγός] το αξίωμα, το λειτούργημα, η θέση τού λοχαγού («κατὰ μέρος δὲ αἱ ὑπὸ ταύτας τριηραρχίαι καὶ λοχαγίαι καὶ φυλαρχίαι καὶ ὅσα τούτων μόρια», Αριστοτ.) …   Dictionary of Greek

  • λοχαγίαι — λοχᾱγίαι , λοχαγία rank fem nom/voc pl λοχᾱγίᾱͅ , λοχαγία rank fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λοχαγίας — λοχᾱγίᾱς , λοχαγία rank fem acc pl λοχᾱγίᾱς , λοχαγία rank fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λοχαγίαν — λοχᾱγίᾱν , λοχαγία rank fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”